Έπιπλο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα έπιπλα (furniture) είναι σταθερά αντικείμενα της οικοσκευής. Ένα διαμέρισμα είναι επιπλωμένο όταν διαθέτει βασικά αντικείμενα, όπως ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, τραπέζι και καρέκλες.[1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα έπιπλα για πρώτη φορά σαν δουλεμένα εργαλεία εμφανίστηκαν στην Ασία, στην Αίγυπτο και γενικά στους ανατολικούς λαούς. Επειδή λίγοι είχαν το προνόμιο να τα προμηθεύονται, έγιναν αποκλειστικό απόκτημα των βασιλιάδων και των ευγενών, με αποτέλεσμα να κατασκευάζονται βαριά και πολυτελή. Τα στόλιζαν με ελεφαντόδοντο, ασήμι, χρυσάφι και είχαν περίτεχνα σκαλίσματα, σε αντίθετη με τα έπιπλα των αρχαίων Ελλήνων, που όπως είναι γνωστό από διάφορες παραστάσεις αγγείων τους έδιναν χάρη και απλότητα. Τα έπιπλά τους ήταν κομψά, απέριττα, σύμφωνα πάντα με τη γενικότερη ζωή των Ελλήνων και τα πιο γνωστά απ' αυτά στην κλασική εποχή ήταν: καθέδρες, πυξίδες (κουτάκια που φύλαγαν τα κοσμήματα), θρόνοι, κρεβάτια, τραπέζια και σκίμποδες (σκαμνιά).[2]

Οι Ρωμαίοι μιμήθηκαν τους Έλληνες στην κατασκευή του επίπλου, όπως και σε άλλους τομείς της ζωής. Μόνο που, ενώ οι Έλληνες είναι συνηθισμένοι στην απλότητα, οι Ρωμαίοι αρέσκονται στη χλιδή, γι' αυτό και τα έπιπλά τους είναι κατά πολύ πολυτελέστερα των Ελλήνων. Από ρωμαϊκά έπιπλα έχουμε ευρήματα στην καμένη πόλη της Πομπηίας.

Οι Βυζαντινοί έδωσαν στο έπιπλο ένα δικό τους ρυθμό, που συνδύαζε την ελληνική απλότητα στις εξωτερικές γραμμές, αλλά και που είχε την ασιατική πολυτέλεια των σκαλισμάτων. Το Μεσαίωνα, η τέχνη της κατασκευής του επίπλου αγνοήθηκε και παρήκμασε σχεδόν, όπως όλες οι τέχνες. Αυτήν την εποχή συναντάμε τις τεράστιες αίθουσες, τις σχεδόν άδειες από έπιπλα στα μεγάλα σπίτια.

Η εποχή-σταθμός για το έπιπλο είναι η Αναγέννηση. Έφερε μεγάλη αλλαγή στο συγκεκριμένο τομέα και αυτήν την εποχή ακριβώς άρχισαν να διαχωρίζονται οι ρυθμοί των επίπλων: γοτθικός, Αναγέννησης, Λουδοβίκου ΙΑ' κ.ά. Το έπιπλο φτάνει ακριβώς την τελειότητα. Είναι κομψό, επιβλητικό, άριστα διακοσμημένο και προσεγμένο σ' όλες του τις λεπτομέρειες.

Από τότε το έπιπλο αρχίζει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του ανθρώπου. Σήμερα π.χ. το έπιπλο πρέπει να είναι άνετο, οικονομικό και όμορφο. Ακόμη, εξαιτίας του χώρου, κατασκευάζεται σε διαφορετικά μεγέθη, γι' αυτό εξάλλου βγήκαν και τα έπιπλα διπλής - τριπλής χρήσης (καναπές - κρεβάτι, γραφείο - βιβλιοθήκη - κρεβάτι).


Κατασκευή επίπλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχεδιασμός επίπλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όμως πώς κατασκευάζεται αυτό το απαραίτητο κομμάτι της καθημερινής μας ζωής με την τόσο μακρόχρονη ιστορία; Πλέον κυριαρχούν στο χώρο μεγάλες εταιρείες κατασκευής επίπλου και τείνουν να εκλείψουν οι μεμονωμένοι ξυλουργοί των παλαιότερων χρόνων. Στις εταιρείες αυτές λειτουργεί τμήμα ανάπτυξης και σχεδιασμού, το οποίο διαμορφώνει με λεπτομέρεια τα σχέδια των επίπλων και καθορίζει τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν, για να ικανοποιήσουν το στόχο κάθε επίπλου για ανάπαυση, χαλάρωση, ανθεκτικότητα και καλαισθησία.[3]

Επεξεργασία ξύλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο τμήμα του ξυλουργείου δημιουργείται το έπιπλο στη βασική του μορφή. Τα υλικά που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι τα εξής: MDF, μοριοσανίδα, καπλαμάς, ξύλο οξιάς και ξύλο δρυός. Το MDF είναι ένα παράγωγο ξύλου κατασκευασμένο από κομμάτια, ίνες και υπολείμματα ξύλου, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με κερί και ρητινούχο υλικό. Είναι πυκνότερο από τη μοριοσανίδα και χρησιμοποιείται κυρίως για μεγάλες επιφάνειες που επενδύονται στη συνέχεια με καπλαμά, όπως οι μπουφέδες, τα τραπέζια και οι ντουλάπες. Η μοριοσανίδα είναι και αυτή παράγωγο ξύλου από κομμάτια ξύλου και πριονίδι, που συνδυάζονται με ρητινούχο υλικό. Είναι όμως λιγότερη πυκνή και γι’ αυτό πιο οικονομική αλλά και λιγότερο ανθεκτική στην υγρασία από τη μοριοσανίδα. Ο καπλαμάς είναι μια πολύ λεπτή επιφάνεια ξύλου (συνήθως μέχρι 3 χιλιοστά), η οποία επικολλάται στο MDF ή τη μοριοσανίδα για να δίνει το αισθητικό αποτέλεσμα του ξύλου. Τον χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο οι μεγάλες εταιρείες επίπλων, οι οποίες κατασκευάζουν όλο και λιγότερο έπιπλα από μασίφ ξύλο για λόγους οικονομίας αλλά και προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς αν κόβαμε ένα δέντρο για κάθε μπουφέ ή τραπέζι, που θέλουμε να φτιάξουμε, η υλοτομία θα έφτανε σε ανεξέλεγκτα επίπεδα. Φυσικά χρησιμοποιείται και μασίφ ξύλο και αυτό είναι είτε ξύλο οξιάς είτε δρυός. Και τα δύο είναι ανθεκτικά και ελαστικά ξύλα, όμως είναι ιδιαίτερα βασικό πριν από οποιαδήποτε επεξεργασία να περαστούν από ειδικά ξηραντήρια – φούρνους, για να απολέσουν την υγρασία τους. Το ξύλο δρυός, επειδή είναι πιο ανθεκτικό στους μύκητες και στα έντομα και γρατζουνιέται δυσκολότερα, είναι πιο ακριβό από την οξιά. Πολλές εταιρείες και κυρίως αυτές που κατασκευάζουν από την αρχή εξατομικευμένα έπιπλα δίνουν τη δυνατότητα στους πελάτες τους να επιλέξουν οι ίδιοι το είδος του ξύλου που τους αντιπροσωπεύει καλύτερα, με το ανάλογο κόστος βέβαια.[4]

Προσθήκη εξαρτημάτων στο έπιπλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συνέχεια προστίθεται στα έπιπλα ο μεταλλικός σκελετός, ο οποίος έχει υποβληθεί σε χρωμίωση. Με αυτή τη διαδικασία μια λεπτή στρώση χρωμίου επικολλάται στο μέταλλο, για να του δώσει ελκυστική εμφάνιση και αντοχή στη διάβρωση και τα χτυπήματα. Ένα άλλο βασικό υλικό των επίπλων, ιδιαίτερα αυτών που ταιριάζουν σε μοντέρνα σαλόνια, είναι το γυαλί. Το γυαλί που χρησιμοποιείται στα έπιπλα είναι ασφαλείας, δηλαδή έχει υποστεί θερμική επεξεργασία, έτσι ώστε να αυξηθεί η αντοχή του 4 έως 6 φορές σε σύγκριση με το απλό γυαλί. Παράλληλα με την αυξημένη αντοχή το γυαλί ασφαλείας διαφέρει από το απλό γυαλί στο ότι αν σπάσει θρυμματίζεται σε τόσο μικρά κομμάτια που είναι δύσκολο να προκαλέσουν τραυματισμούς. Στους καναπέδες προστίθενται και άλλα εξαρτήματα, όπως μεταλλική πλάτη, λάστιχα και ελαστικοί ιμάντες ανάλογα με τον επιθυμητό βαθμό αναπαυτικότητας και δυνατότητες όπως η ανάκλιση και η μετατροπή του σε κρεβάτι.

Βάψιμο επίπλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο τμήμα βαφής τα έπιπλα βάφονται με το σωστό λούστρο, που αναδεικνύει την κατασκευή και προστατεύει το ξύλο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το στάδιο αυτό να γίνεται με επώνυμες, ανθεκτικές και τεσταρισμένες βαφές, για να διατηρείται η ζωντάνια του χρώματος με την πάροδο των ετών. Όταν ένα έπιπλο έχει κατασκευαστεί με μοριοσανίδα ή MDF πέρα από τη βαφή είναι απαραίτητη και η επίστρωσή του με μελαμίνη. Η μελαμίνη είναι ένα συνθετικό πολυμερές υλικό που είναι ανθεκτικό στα γρατζουνίσματα, την τριβή και τη διάβρωση. Αν γίνει σωστή επεξεργασία στην επένδυση και τεχνικά άρτιο φινίρισμα στα τελειώματα της επιφάνειας, δύσκολα μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τη μελαμίνη από το πραγματικό ξύλο.

Επένδυση επίπλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ύστερα από αυτό το σημείο έπιπλα, όπως οι καναπέδες, οι πολυθρόνες και τα υφασμάτινα κρεβάτια, επενδύονται στο τμήμα ταπετσαρίας με το κατάλληλο ύφασμα. Και σε αυτό το στάδιο, όπως βέβαια και στο στάδιο της βαφής, κάποιες εταιρείες παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής του υφάσματος. Έτσι, για κλασικά σαλόνια οι πελάτες μπορούν να επιλέξουν κάποιο ουδέτερο χρώμα, όπως γκρι, καφέ, μπεζ ή λευκό, ενώ για τα πιο μοντέρνα σαλόνια επιλέγονται συνήθως στα υφάσματα των πολυθρόνων υφάσματα με σχέδια που δίνουν μια πιο ανέμελη και πρωτότυπη πνοή.

Είδη ξύλου στην παραγωγή επίπλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα στη χώρα μας, τα κυριότερα είδη ξύλου για έπιπλα εσωτερικού χώρου[5] [6] είναι τα εξής: οξιά, πεύκα, δρυς, δεσποτάκι, yellow poplar, limba, κερασιά, σφενδάμι, καρυδιά, και έλατο.

Τα τελευταία 30 χρόνια, το συμπαγές ξύλο (μασίφ) έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από προϊόντα ξύλου όπως μοριοπλάκα (νοβοπάν) και ινοπλάκα (MDF). Τα περισσότερα έπιπλα σήμερα (π.χ. κουζίνες, ντουλάπες, τραπέζια) φτιάχνονται από αυτά τα δύο συγκολλημένα υλικά και επικαλύπτονται με φύλλα ξύλου (‘καπλαμάδες’), ή φύλλα χαρτιού με μελαμινική κόλλα (‘μελαμίνες’), ή συνθετικά φύλλα (‘βακελίτες’).

Στα έπιπλα από συμπαγές ξύλο, στην ελληνική αγορά η οξιά, που είναι το κυρίαρχο είδος στην επιπλοποιία, καθώς και τα πεύκα και η δρυς είναι τα συχνότερα απαντώμενα είδη. Πολλά είδη χρησιμοποιούνται στα έπιπλα χωρίς κάποια κριτήρια αλλά με βάση το κόστος και την αισθητική εμφάνιση. Ωστόσο, σε έπιπλα που απαιτείται μηχανική αντοχή ή στιβαρότητα κατασκευής, προτιμούνται τα είδη οξιά και δρυς, λόγω της υψηλής πυκνότητας και αντοχής τους στα φορτία και τις καταπονήσεις. Εννοείται ότι το είδος ξύλου, από μόνο του, δεν είναι επαρκές για να διασφαλίσει μια καλή κατασκευή, καθώς στη συνέχεια υπεισέρχονται αρκετοί τεχνικοί παράγοντες.

Στις καρέκλες κυριαρχεί η οξιά. Στις κουζίνες, πέρα από τα συγκολλημένα προϊόντα που αποτελούν το κύριο υλικό κατασκευής των κιβωτίων, χρησιμοποιείται δρυς, κερασιά, φράξος αλλά και μασίφ ξυλεία yellow poplar (λιριόδενδρο) ή limba τα οποία είναι βαμμένα σε απομιμήσεις ειδών λ.χ. καρυδιάς, κερασιάς, δρυός. Σημειωτέον, ότι παλιά έπιπλα, κλασικής τεχνοτροπίας, που έγιναν τις δεκαετίες του ’60 και ’70 - αλλά και προπολεμικά - ήταν κατασκευασμένα σε μεγάλο βαθμό από ελληνική καρυδιά. Η καρυδιά (Juglans regia) χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στην κατασκευή επίπλων, ωστόσο, σήμερα είναι δυσεύρετη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Furniture στο Wikimedia Commons